- ἐπέσσεται
- ἐπέσσεται: see ἔπειμ Od. 9.1.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐπέσσεται — ἔπειμι 1 sum fut ind mid 3rd sg (epic) ἐφίζω set upon aor subj mid 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπιέννυμι put on besides aor subj mid 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπιέννυμι put on besides fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… … Dictionary of Greek